- γαζόλιο
- Κλάσμα που λαμβάνεται από την απόσταξη των ακατέργαστων ορυκτελαίων ή από τα έλαια των εγκαταστάσεων της πυρόλυσης, που κυμαίνεται μεταξύ των οριακών θερμοτήτων απόσταξης του πετρελαίου και λιπαντικών ελαίων. Η περιοχή αυτή των θερμοκρασιών αρχίζει από τους 200°C και φτάνει περίπου στους 360°C. Η θερμαντική ισχύς του γ. πλησιάζει, σε ανώτατο όριο, τις 10.500 θερμίδες ανά κιλό. Το γ. χρησιμοποιείται ως καύσιμο σε ταχυκινητήρες ντίζελ ορισμένων οχημάτων. Ονομάζεται και γκαζολίνη, ενώ κοινώς, αλλά λανθασμένα, λέγεται και νάφθα.
Dictionary of Greek. 2013.